- μέτηλυς
- μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)αρχ.(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ελευθ- τού ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- τού -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ-ηλυς)].
Dictionary of Greek. 2013.